σφάλαξ

σφάλαξ
σπάλαξ
blind-rat
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφάλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. σπάλακας …   Dictionary of Greek

  • ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… …   Dictionary of Greek

  • (s)p(h)el-1 —     (s)p(h)el 1     English meaning: to split, cut off, tear off; board     Deutsche Übersetzung: ‘spalten, abspalten, absplittern, abreißen”     Material: O.Ind. sphaṭati (Dhütup.) “reißt, springt auf”, sphaṭita “gesprungen, zerfetzt”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • σπάλακας — ο / σπάλαξ, ακος, ἡ ΝΑ, και λόγιος τ. σπάλαξ και σφάλαγκας και σφάλαγκος Ν, και σπάν. αρσ. τ., ὁ, και σφάλαξ Α γένος τυφλοπόντικων τής οικογένειας σπαλακίδες …   Dictionary of Greek

  • σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”